μαρκίζα

μαρκίζα
η
προεξοχή, πρόστεγο, σε εξωτερικό τοίχο οικοδομήματος για προφύλαξη από τη βροχή και από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marquise].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαρκίζα — η (λ. γαλλ.), η προεξοχή της στέγης, το γείσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γείσο — Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το… …   Dictionary of Greek

  • σκόμιον — τὸ, Α το τμήμα τής στέγης που προεξέχει από τους τοίχους, μαρκίζα, γείσο …   Dictionary of Greek

  • προστέγασμα — το, ατος πρόστεγο οικοδομής, αλλ. μαρκίζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόστεγο — το 1. προστέγασμα, μαρκίζα (λ. γαλλ.). 2. στεγασμένος χώρος, υπόστεγο στο κατάστρωμα του πλοίου, αλλ. καμπούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”